- νιτρῖτις
- νιτρῖτιςproducingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νιτρίτις — νιτρῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) λίμνη που περιέχει νίτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον + επίθημα ῖτις (πρβλ. σελην ίτις)] … Dictionary of Greek
νιτρῖτιν — νιτρῖτις producing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίτρο — Κοινή ονομασία του νιτρικού οξέος. Βλ. λ. νιτρικό οξύ. * * * το (ΑΜ νίτρον) νεοελλ. (ορυκτ.) γενική ονομασία τριών φυσικών νιτρικών ορυκτών, δηλαδή τού κανονικού νίτρου ή νιτρικού καλίου, τού νίτρου τής Χιλής ή κυβικού νατρίου ή νιτρικού νατρίου… … Dictionary of Greek